- ντουμάνι
- το1. πυκνός καπνός που οφείλεται συνήθως σε πυρκαγιά ή σε τσιγάρα2. πυρκαγιά, φωτιά3. μτφ. α) καταχνιά, ομίχληβ) σκόνη, κονιορτόςγ) μεγάλη ποσότητα, πληθώρα, αφθονία4. φρ. «στο ντουμάνι τού Θεού» — στη δευτέρα παρουσία, επειδή, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τών μωαμεθανών, θα προηγηθεί μεγάλη πυρκαγιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duman].
Dictionary of Greek. 2013.