ντουμάνι

ντουμάνι
το
1. πυκνός καπνός που οφείλεται συνήθως σε πυρκαγιά ή σε τσιγάρα
2. πυρκαγιά, φωτιά
3. μτφ. α) καταχνιά, ομίχλη
β) σκόνη, κονιορτός
γ) μεγάλη ποσότητα, πληθώρα, αφθονία
4. φρ. «στο ντουμάνι τού Θεού» — στη δευτέρα παρουσία, επειδή, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τών μωαμεθανών, θα προηγηθεί μεγάλη πυρκαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. duman].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντουμάνι — το (λ. τουρκ.) 1. καπνός από φωτιά, από τσιγάρο: Γέμισε ντουμάνι το δωμάτιο. 2. σκόνη στον ορίζοντα, καταχνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουμανιάζω — [ντουμάνι] 1. (για κλειστό χώρο) γεμίζω καπνό 2. (μτβ.) γεμίζω κάποιον με καπνό («μάς ντουμάνιασε με τα τσιγάρα του») 3. βγάζω πολύ καπνό («ντουμάνιασε η καμινάδα») …   Dictionary of Greek

  • τουμάνι — το, Ν ντουμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ντουμάνι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”